φλαμίγκο

φλαμίγκο
το
(λ. λατ.), το πουλί φοινικόπτερος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φοινικόπτερος — ο (ζωολ.), γένος καλοβατικών πουλιών των τροπικών και υποτροπικών χωρών, ύψους ως 1,50 μ., με λαιμό και πόδια πολύ μακριά, ράμφος χοντρό και με μεγαλοπρεπές μαλακό φτέρωμα ρόδινου, κόκκινου ή μαύρου χρώματος, φλαμίγκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”